Θανάσης Γεωργάς, “Ο Μπάμπης: Συνομιλίες για μια φαινομενολογική-υπαρξιακή ψυχοθεραπεία”

Καλωσορίζουμε την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου του Θανάση Γεωργά με τίτλο “Ο Μπάμπης: Συνομιλίες για μια φαινομενολογική-υπαρξιακή ψυχοθεραπεία” από τις εκδόσεις Ευρασία. 

Ο Μερλώ-Ποντύ, στον Πρόλογο του έργου του Φαινομενολογία της Αντίληψης, παραθέτει μια δήλωση του Χούσερλ σχετικά με τη Φαινομενολογία: «Το ζητούμενο είναι ακριβώς να οδηγήσουμε την ακόμα βουβή εμπειρία στην καθαρή έκφραση του δικού της νοήματος». Αν αυτή τη δήλωση την πάρουμε στα σοβαρά, τότε θα πρέπει να προσέξουμε ότι δεν λέει γενικά και αφηρημένα, «του νοήματος», αλλά υπογραμμίζει, «του δικού της νοήματος». Δεν μιλάει, δηλαδή, για ένα απρόσωπο νόημα, ίδιο για όλους. Αντίθετα, η εκάστοτε εμπειρία είναι εμπειρία για κάποιον και μπορεί να έχει νόημα γιατί υπάρχει κάποιος για τον οποίο αυτή έχει νόημα. Πώς θα ήταν αν μιλούσαμε για μια εμπειρία που δεν την έχουμε ιδιοποιηθεί ως τέτοια και που δεν είναι «δική μου» εμπειρία; Πόση αλήθεια θα είχε μέσα του ένας τέτοιος λόγος;

Αν, όμως, πράγματι η Φαινομενολογία ζητά να υπηρετεί την άρθρωση της «ακόμα βουβής» προσωπική μας εμπειρίας, αυτό γίνεται εφικτό χάρη στο ότι η αληθινά προσωπική μας εμπειρία δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρως και τελειωτικά αρθρωμένη. Αντίθετα, βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, καθώς το βουβό ακόμα της λειτουργεί σαν μια διαρκώς επερχόμενη εκκρεμότητα που την κάνει να βρίσκεται, ξανά και ξανά, «καθ’οδόν προς τη γλώσσα». Έτσι, προκύπτει ένα νόημα που αναβλύζει σαν ανοιχτό ερώτημα διάστικτο με αμφισημίες και αμφιβολίες και που ανασαίνει, ακριβώς, χάρη στο «καθ’ οδόν» του μέσα από δρόμους και μονοπάτια που διανοίγονται σε ακατάπαυστες ερμηνείες και επανερμηνείες. 

Ωστόσο, αν είναι έτσι, τότε ποιο είδος αφήγησης ταιριάζει στη Φαινομενολογία; Ποιο ύφος γλώσσας και γραφής είναι ικανό γι’ αυτήν; Θα ήταν δυνατόν η έμφαση της Φαινομενολογίας στο προσωπικό βίωμα να εκφραστεί με βιωματικό τρόπο; Σε τι βαθμό θα ήταν εφικτό να αποδράσουμε από την κυριαρχία των αφηρημένων θεωρητικών εννοιών και των ποικίλων ακαδημαϊκών προσδιορισμών, ώστε να περάσουμε στο μίλημα των «ίδιων των πραγμάτων», έτσι όπως αυτά έρχονται στο δικό μας βίωμα ως ζωντανά φαινόμενα με σάρκα και οστά, αλλά, πάντα, αμφίσημα και ημιτελή; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ο αφηγητής να πάψει να κρύβεται πίσω από ανώνυμες θεωρητικές εκφράσεις και ορολογίες ώστε να δώσει τη θέση του σε κάποιον που αφήνεται να μιλά μέσα από τις δικές του προσωπικές και αναπαλλοτρίωτες αγωνίες;

Θα μπορούσε, τότε, μέσα από το πιο προσωπικό «δικό μας» να αναδυθεί η ετερότητα -ο άλλος, ο κόσμος- που κατοικοεδρεύει εντός μας και, σε μεγάλο βαθμό, μας συγκροτεί; Καθότι,  τα δικά μας βιώματα, τα δικά μας ερωτήματα και οι αγωνίες μας, πόσο «δικά μας» είναι εντέλει; Δεν είναι -και αυτά και εγώ- έκφραση του κοινού μας κόσμου; Αν δεν ήταν έτσι, τότε πώς θα μπορούσαμε να τα επικοινωνήσουμε;

Αναμφισβήτητα, ωστόσο, η φαινομενολογική καταγραφή της «ακόμα βουβής εμπειρίας» που συμβαίνει «πριν από τη γνώση και για την οποία μιλά πάντα η γνώση» σύμφωνα με τον Μερλώ-Ποντύ, δεν θα μπορούσε να αρθρωθεί χωρίς κάποιον που την βιώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Άρα, καθίσταται μονόδρομος: γράφω προσωπικά και αυτά που γράφω  θέλω να έχουν σάρκα και οστά.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           (Από το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα)