Ο δρόμος της Φαινομενολογίας άνοιξε στις αρχές του 20ου αιώνα με το έργο του Edmund Husserl (1859 – 1938) «Λογικές Έρευνες» (1900 το α΄μέρος και 1901 το β΄μέρος). Το σύνθημα που διακηρύσσει η Φαινομενολογία από το ξεκίνημά της, είναι «πίσω στα ίδια τα πράγματα» (Zu den Sachen selbst). Πρόκειται για ένα σύνθημα που εκφράζει κάτι απλό και βαθύ: την αναγνώριση και το σεβασμό αυτού που υπάρχει (αυτού που έρχεται σε παρουσία), χωρίς να το διαστρεβλώνει ανάγοντάς το σε κάτι άλλο. Λέει ο Heidegger, «Συνεπώς Φαινομενολογία σημαίνει: αποφαίνεσθαι τα φαινόμενα: επιτρέπω να ιδωθεί αφ’ εαυτού του αυτό που δείχνεται, έτσι καθώς τούτο δείχνεται αφ’ εαυτού του» (1).
Η Φαινομενολογία, λέει ο Heidegger, «αντιτίθεται σε όλες τις μετέωρες κατασκευές και στα τυχαία ευρήματα, αντιτίθεται στην παραλαβή εννοιών που είναι μόνο κατ’ επίφαση δικαιωμένες, αντιτίθεται σ’ εκείνα τα ψευδοερωτήματα που συχνά για ολόκληρες γενιές παρουσιάζονται ως προβλήματα» (2).
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η Φαινομενολογία καθοδηγείται από τα «μικρά πράγματα», ενάντια στις μεγαλόστομες θεωρητικές κατασκευές, γιατί νοιώθει ότι το μυστικό της πραγματικότητας κρύβεται ακριβώς στα «πράγματα καθεαυτά». Πρόκειται για ένα αίσθημα ζωής που προσπαθεί να δημιουργήσει μια κατοίκηση για τον άνθρωπο μέσα σ’ έναν κόσμο αποξενωμένο. Σε μια εποχή σαν τη δική μας όπου προβάλλεται σαν πλεονέκτημα η απόσταση από κάθε είδος μαγείας, η Φαινομενολογία διακυρήσσει, αντίθετα, ότι εάν μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε μια ανθρώπινη κατοίκηση και έναν κόσμο, αυτό θα προέκυπτε μέσα από τη παραμονή στη μαγεία των ίδιων των πραγμάτων. Στα μικρότερα και ταπεινότερα πράγματα και στις λιγότερο λαμπερές και πομπώδεις λέξεις.
εποχή/epoché
Τον όρο «εποχή»(3) τον πήρε ο Husserl από τους αρχαίους στωικούς. Η φαινομενολογία, διεκδικεί την επιστροφή μας στα ίδια τα πράγματα ως «φαινόμενα». Ως εκ τούτου, μας προτρέπει να ερευνάμε την πραγματικότητα με κριτικό μάτι και χωρίς δογματικές αγκυλώσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να προ-καταλαμβάνουμε τα πράγματα, αλλά να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πρωτίστως στην εμφάνισή τους, στον τρόπο δηλαδή που η πραγματικότητα προσλαμβάνεται από την εμπειρία μας. Η εμπειρία μας αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε θεώρησης, την πηγή για την άντληση κάθε γνώσης, μια πηγή που ορθώνεται ως το αντίπαλο δέος κάθε αυθεντίας. Η εποχή έρχεται να απελευθερώσει τη νόηση από την πεπατημένη οδό λειτουργίας της και επιχειρεί μια στροφή του βλέμματος σε αυτό που μας δίδεται πρωταρχικά στην εμπειρία, χωρίς να προ-καταλαμβανόμαστε και να χανόμαστε σε άσκοπες κρίσεις πάνω στην πραγματικότητα.
Ερμηνευτική φαινομενολογία – Heidegger
Η στόχευση του Husserl ήταν μια Φαινομενολογία, η οποία ως επιστημολογία, θα επέτρεπε να θεμελιωθούν όλες οι επί μέρους επιστήμες. Η στόχευση όμως του Heidegger ήταν ριζικά διαφορετική -πρωτίστως τον ενδιαφέρει το ερώτημα για το νόημα του Είναι. Γι’ αυτόν, η Φαινομενολογία δεν είναι σε καμία περίπτωση μια θεμελιωτική μελέτη για τους διάφορους επιστημονικούς τομείς, αλλά είναι ο τρόπος για να επαναδιατυπωθεί το οντολογικό ερώτημα (το ερώτημα για το Είναι). Ο πιο αρμόζων τρόπος για να τεθεί το οντολογικό ερώτημα, είναι ο φαινομενολογικός (μόνο ως φαινομενολογία είναι μπορετή η οντολογία) (4), καθώς στο ίδιο το φαινομένο, μιλά το είναι του, δηλαδή «το ότι είναι» και «το πώς είναι». Έτσι, ξεκινώντας από το κορυφαίο Πλατωνικό ερώτημα (τι ποτε βούλεσθε σημαίνειν οπόταν “ον” φθέγγησθε), ο Heidegger επαναφέρει το ερώτημα για το Είναι, καταδεικνύοντας τη σχέση του με την ανθρώπινη ύπαρξη (Da-sein) ως τον τόπο της εμφάνισης του Είναι.
Ενώ η μεθοδολογία των επιστημών της Νεωτερικότητας, διεκδικεί την «αντικειμενική» και βέβαιη γνώση, που μπορεί να είναι «καθαρή» και απαλλαγμένη από προ-καταλήψεις, η Ερμηνευτική Φαινομενολογία» υπογραμμίζει ότι κάθε γνώση προκύπτει, αναπόφευκτα, στο έδαφος μιας προ-κατάληψης και μιας προ-κατανόησης. Κάθε φορά ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας να βρίσκεται ήδη «εριμμένος», με τον α ή τον β τρόπο, στη διανοικτότητα μιας ερμήνευσης και μιας κατανόησης, δηλαδή σε μια σχέση με το «προς-κατανόηση». Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το οτιδήποτε, ωσάν να επρόκειτο για κάτι ατομικό και μεμονωμένο, ανεξάρτητο από την διανοικτότητα (δηλαδή την προ-κατάληψη) στην οποία ήδη βρίσκομαι και μέσα από την οποία το προσλαμβάνω. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε κάτι, ξεκομμένο από το ευρύτερο πλαίσιο και το πλέγμα των σχέσεων και των αναφορών στις οποίες βρίσκομαι δηλαδή έξω από τον «κόσμο» μου και την ιστορικότητά του.
1. Είναι και Χρόνος, σελ. 73, ελλ. Μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα
2. Στο ίδιο, σελ. 63
3. Από το ρήμα επέχω : αποφεύγω να εκφέρω κρίση
4. Heidegger, «Είναι και χρόνος» σελ. 75, μετάφραση Γιάννη Τζαβάρα, εκδόσεις Δωδώνη, 1978)